κουράγιο

κουράγιο
το
1. η αντοχή στις δύσκολες περιστάσεις, θάρρος («πρέπει να βρεις κουράγιο να αντιμετωπίσεις αυτή τη δύσκολη κατάσταση»)
2. τόλμη («που τό βρήκες τόσο κουράγιο να τού αντιμιλήσεις;»)
3. φρ. α) «δίνω κουράγιο» — ενθαρρύνω
β) «παίρνω κουράγιο» — ενθαρρύνομαι
γ) «κάνω κουράγιο» — προσπαθώ να διατηρήσω το θάρρος μου, την ψυχραιμία μου, για να αντιμετωπίσω τις δυσχέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coraggio].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουράγιο — το (λ. ιταλ.), θάρρος, τόλμη, αντοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπρεχτ, Μπέρτολτ — (Bertholt Brecht, Άουγκσμπουργκ 1898 – Βερολίνο 1956). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική και στην αρχή ήταν ένας ρομαντικός τύπος με έντονες αναρχικές τάσεις. Στο πρώτο του δράμα (Βάαλ), γραμμένο το 1918, συγκεντρώνει σ’ έναν… …   Dictionary of Greek

  • Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia …   Wikipedia

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… …   Dictionary of Greek

  • ανθεκτικός — ή, ό (Α ἀνθεκτικός, ή, όν) [αντέχω] νεοελλ. 1. ο στερεός, αυτός που δεν υποχωρεί 2. μτφ. αυτός που αντέχει, δείχνει κουράγιο, θάρρος αρχ. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συγκρατιέται γερά, να μένει προσκολλημένος σε κάτι ή κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • καλοαφυρώνω — (Μ) παίρνω κουράγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + ἀφυρώνω (μεταπλασμένος μσν. τ. τού οχυρώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”